νεκρανάσταση

νεκρανάσταση
η
1. η επάνοδος από το θάνατο στη ζωή.
2. η αναζωογόνηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεκρανάσταση — η (Μ νεκρανάστασις) 1. η επάνοδος από τον θάνατο στη ζωή, η ανάσταση εκ νεκρών, η αναβίωση 2. η Δευτέρα Παρουσία νεοελλ. 1. (για θεσμούς ή καταστάσεις που αφανίστηκαν ή παρήκμασαν) επάνοδος στην ακμή, στη ζωή, στη δράση 2. αναγέννηση,… …   Dictionary of Greek

  • νεκρέγερση — η (Α νεκρέγερσις) η νεκρανάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + ἔγερσις] …   Dictionary of Greek

  • νεκρεγερσία — η (ΑΜ νεκρεγερσία) [νεκρεγέρτης] η νεκρανάσταση …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”